εμφαγείν

εμφαγείν
ἐμφαγεῑν (AM)
(τού άχρ. ρήμ. ἐνεσθίω μόνο ο αόρ. β' ἐνέφαγον, ἐμφαγεῑν, ἐμφαγών, -οῡσα, -όν χρησιμοποιούνται)
1. αντί τού απλού φαγεῑν
2. κυρίως φαγεῑν ἐν σπουδῇ, να φάνε βιαστικά, στο πόδι («ἐκέλευον αὐτοὺς ἐμφαγόντας πορεύεσθαι», Ξεν.)
3. τρώγω μέσα ή πάνω σε κάτι («χρυσὸς κοῑλος ἡμῑν ἐμφαγεῑν» — κοίλα χρυσά πιάτα για να φάμε σ' αυτά, Λουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐμφαγεῖν — ἐν ἐσθίω eat aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”